σλαβόφιλος

σλαβόφιλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα προς τους Σλάβους
2. αυτός που συνηγορεί υπέρ τών σλαβικών συμφερόντων («σλαβόφιλο άρθρο»)
3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Σλαβόφιλοι
πνευματικό-πολιτιστικό κίνημα τού 19ου αιώνα στη Ρωσία, το οποίο υποστήριζε ότι η πορεία εκσυγχρονισμού τής χώρας την εποχή εκείνη έπρεπε να στηρίζεται στις αρχές και στους θεσμούς που είχαν αναπτυχθεί κατά την πρώιμη ιστορία της και να μην ακολουθήσει το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο ανάπτυξης, θεωρούμενο ως χρεωκοπημένο και μη εναρμονιζόμενο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τις παραδόσεις τής ρωσικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + φίλος. Η λ., στον πληθ. σλαβόφιλοι, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σλαβοφιλία — Ιστορικοφιλοσοφική κίνηση που εκδηλώθηκε στη Ρωσία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Υποστήριζε την ιδιοτυπία της πνευματικής και ιστορικής εμπειρίας του ρωσικού λαού και το αδύνατο της σύγκρισης της με εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών λαών. Η… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”